Οι ενδοκοιλιακές συμφύσεις είναι ουλώδης ιστός, που αναπτύσσεται εντός της κοιλότητας της κοιλίας και που συνδέει τα διάφορα όργανα μεταξύ τους ή με την εσωτερική επιφάνεια του κοιλιακού τοιχώματος (περιτόναιο).
Πολλές συμφύσεις, συγγενείς, ήδη έχουν δημιουργηθεί με τη γέννησή μας. Ο σκοπός της ύπαρξής τους είναι να παρέχουν την απαραίτητη στήριξη των εσωτερικών οργάνων και συνήθως είναι αβλαβείς αν και σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσουν ζημιά στο έντερο.
Οι επίκτητες συμφύσεις δημιουργούνται συνήθως μετά από επεμβάσεις στην κοιλιά, τραυματισμούς ή φλεγμονές των ενδοκοιλιακών οργάνων. Πρόκειται για ουλώδη ιστό, που αναπτύσσεται ως μηχανισμός άμυνας κι απάντησης στον τραυματισμό, την εξέλκωση, το απόστημα, τη διάτρηση, τη φλεγμονή ή απλά στη χειρουργική διατομή των ιστών.
Με άλλα λόγια οι συμφύσεις αποτελούν αποτέλεσμα φυσιολογικής επούλωσης. Μετά από τραυματισμό και λύση της συνέχειας του δέρματος αναπτύσσεται στα πλαίσια της φυσιολογικής επούλωσης του τραύματος μετά από κάποιες μέρες μία ουλή, η οποία στην πορεία της αλλάζει εν μέρει χαρακτήρες, όμως εν τέλει παραμένει μόνιμα. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στο εσωτερικό της κοιλίας, ως μέσο προστασίας κι άμυνας του οργανισμού. Ουσιαστικά συμβάλλουν τα μέγιστα στη διαδικασία της επούλωσης, ενώ παράλληλα προσελκύουν και συγκολλούν και το μείζων επίπλουν, το αποκαλούμενο και “χωροφύλακα” της κοιλίας, το οποίο κινούμενο μέσα στην κοιλιά αγκαλιάζει και σκεπάζει ιστούς που πάσχουν, εμποδίζοντας έτσι τη διασπορά της φλεγμονής. Αυτό συμβαίνει σε καταστάσεις όπως διάτρηση στομάχου, ρήξη εκκολπώματος του παχέος εντέρου ή διάτρηση σκωληκοειδούς απόφυσης. Αρκετές φορές η επικάλυψη είναι τόσο στεγανή, ώστε αποφεύγεται η εγκατάσταση γενικευμένης περιτονίτιδας και όχι σπάνια και η χειρουργική επέμβαση.
Η ανάπτυξη ενδοκοιλιακών συμφύσεων ωστόσο δεν είναι πάντοτε ευεργετική. Συχνά οι συμφύσεις, ιδιαίτερα όταν είναι στερεές και με έντονο το ινώδες στοιχείο, γίνονται αιτία πρόκλησης πολλαπλών προβλημάτων. Μπορεί να προκαλέσουν γωνίωση ή στροφή των εντερικών ελικών, με συνέπεια την απόφραξη του αυλού τους. Αυτή εκδηλώνεται κλινικά με έντονο κοιλιακό άλγος, μετεωρισμό, ναυτία, έμετο ή και διάτρηση, περιτονίτιδα και σήψη. Στην πλειοψηφία τους αυτά τα αποφρακτικά επεισόδια είναι ατελή και συνήθως λύνονται συντηρητικά με νηστεία κι ενδοφλέβια χορήγηση υγρών εντός 48-72 ωρών. Στο 10% των περιπτώσεων όμως τελικά απαιτείται χειρουργική επέμβαση και λύση των συμφύσεων. Δυστυχώς, αρκετά συχνά οι συμφύσεις και τα προβλήματα, που αυτές δημιουργούν, επανεμφανίζονται μετά το χειρουργείο. Κάθε άτομο εμφανίζει διαφορετική επίπτωση στην ανάπτυξη συμφύσεων.
Η διάγνωση των συμφύσεων δεν είναι πάντοτε εύκολη. Το ιστορικό προγενέστερης χειρουργικής επέμβασης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη επίκτητων συμφύσεων. Συμπτώματα όπως άλγος τύπου κράμπας, ναυτία, έμετοι με συνοδό μετεωρισμό της κοιλίας, ο οποίος υφίεται με τη νηστεία, είναι ύποπτα για παρουσία συμφύσεων. Ο έλεγχος με αξονική τομογραφία κοιλίας ή και η διάβαση του λεπτού εντέρου μπορεί να βοηθήσουν στη διάγνωση, συνήθως όμως δραστικό διαγνωστικό και θεραπευτικό μέσο αποτελεί η λαπαροσκόπηση. Πολλές φορές η παρουσία συμφύσεων διαδράμει ασυμπτωματική και διαπιστώνεται τυχαία κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης.
Οριστική λύση στη θεραπεία των συμφύσεων δεν δύναται να δοθεί ακόμη και μετά από χειρουργική λύση τους. Κι αυτό γιατί μεταξύ άλλων η δημιουργία των συμφύσεων εξαρτάται και από το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς. Έτσι ένα μικρό ποσοστό των ασθενών θα υποβληθεί σε πολλαπλά χειρουργεία.